- κακοπέφτω
- κακοπέφτω, κακόπεσα βλ. πίν. 193
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
κακοπέφτω — (Μ κακοπέφτω) κάνω κακό γάμο, κακοπαντρεύομαι νεοελλ. 1. πέφτω σε δυσάρεστη θέση, σε κακά χέρια 2. πέφτω επικίνδυνα μσν. 1. πέφτω σε δυστυχία 2. πέφτω έξω στους υπολογισμούς μου, αποτυχαίνω 3. έρχομαι σε αντίθεση, σε διένεξη με κάποιον … Dictionary of Greek
κακοπέφτω — κακόπεσα, κακοπεσμένος, πέφτω επικίνδυνα ή κακοπαντρεύομαι: Φοβάται μην κακοπέσει το κορίτσι του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακακόπεφτος — η, ο [κακοπέφτω] δεν έχει αποτύχει σε κάποιο ζήτημα ή επιδίωξη, ιδιαίτερα στον γάμο … Dictionary of Greek